λυγίζω

λυγίζω
και λυγώ, -άω (AM λυγίζω, Μ και λυγῶ, -άω) [λύγος]
1. (μτβ.) κάνω κάτι να καμφθεί, κάμπτω, κυρτώνω (α. «λυγίζω τά γόνατα» β. «πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης, οἷον μυκτὴρ μυᾱται καὶ σφόνδυλος ἀχεῑ», Αριστοφ.)
2. καταβάλλω, νικώ
3. (αμτβ.) κάμπτομαι, γέρνω, κυρτώνομαι, διπλώνομαι (α. «λύγισαν τα κλαδιά απ' τον άνεμο» β. «οἱ μὲν αὐτῶν περιπλεκόμενοι ἀλλήλους ύποσκελίζουσιν, οἱ δ' ἄγχουσι καὶ λυγίζουσι», Λουκιαν.)
4. (μτβ.) μεταβάλλω γρήγορα και με ευστροφία τον ήχο τής φωνής εναλλάσσοντας τους τόνους τού άσματος
5. μέσ. λυγίζομαι και λυγιέμαι
κάνω χαριτωμένες κινήσεις, κουνιέμαι με χάρη, ακκίζομαι (α. «σειέσαι και λυγιέσαι σαν την πάπια στο γιαλό», δημ. τραγούδι
β. «τὸν αὐχένα λυγίζοιτο ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἀκρασίας», Θεμίστ.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) υποχωρώ, υποκύπτω, ενδίδω («ύστερα από τόσες πιέσεις λύγισε και τόν παντρεύτηκε»)
2. (αμτβ.) χάνω το κουράγιο μου, κουράζομαι («λύγισα πια απ' τα βάσανα»)
3. (μτβ.) καταβάλλω κάποιον ηθικά
4. φρ. α) (μτβ.) «αυτός λυγάει και τα σίδερα» — λέγεται για κάποιον που έχει μεγάλη μυϊκή δύναμη
β) (αμτβ.) «λυγίζουν τα γόνατά μου» — αισθάνομαι να κόβονται τα πόδια μου από μεγάλο φόβο ή μεγάλη αμηχανία
5. παροιμ. «βέργα που λυγά δεν τσακίζεται» — όποιος ξέρει και μπορεί να ελίσσεται βγαίνει κερδισμένος
αρχ.
φρ. «τὰ λυγισθέντα τῶν ἄκρων» — τα άκρα που έχουν υποστεί διάστρεμμα (Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λυγίζω — bend pres subj act 1st sg λυγίζω bend pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγίζω — λυγίζω, λύγισα, λυγισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. λυγάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λυγίζω — λύγισα, λυγίστηκα, λυγισμένος 1. μτβ., κυρτώνω, κάμπτω κάτι: Λύγισε τη μέση της και έκανε μια στροφή. 2. αμτβ., κυρτώνομαι, κάμπτομαι: Τα κλαδιά λύγισαν από τον αέρα. 3. το μέσ., λυγίζομαι και λυγιέμαι κουνώ το κορμί μου ζωηρά. 4. μτφ., υποχωρώ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυγώ — λυγίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυγίζετε — λυγίζω bend pres imperat act 2nd pl λυγίζω bend pres ind act 2nd pl λυγίζω bend imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγιζόντων — λυγίζω bend pres part act masc/neut gen pl λυγίζω bend pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγίζοντα — λυγίζω bend pres part act neut nom/voc/acc pl λυγίζω bend pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγίζουσι — λυγίζω bend pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λυγίζω bend pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγίζουσιν — λυγίζω bend pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λυγίζω bend pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγίσαι — λυγίζω bend aor inf act λυγίσαῑ , λυγίζω bend aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”